- προσκυνητῆι
- προσκυνητῇ , προσκυνητήςworshippermasc dat sg (attic epic ionic)προσκυνητῇ , προσκυνητόςto be worshippedfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.